- προήκουσαν
- προήκουσαν , προακούωhear beforehandaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)προήκουσαν , προήκωto have gone beforepres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προήκω — Α [ἥκω] 1. είμαι ανώτερος, υπερέχω («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», Ξεν.) 2. έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν», Αριστοτ.) 3. έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.) 4. απλώνομαι πέρα από κάτι,… … Dictionary of Greek